ειρηνοποιώ — ( έω) (AM εἰρηνοποιῶ) αποκαθιστώ την ειρήνη, ειρηνεύω αρχ. μεσ. ( οῡμαι) κάνω κάποιον ήσυχο, ειρηνικό … Dictionary of Greek
εἰρηνοποιῷ — εἰρηνοποιός peace maker masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρηνοποιῶι — εἰρηνοποιῷ , εἰρηνοποιός peace maker masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PAZ (della) — della PAZ cognomentum Ludovico Medezio de Haro, celebri illi Εἰρηνοποιῷ et Ministro Statûs in hispania, a Philippo IV. ob pacem feliciter conclusam A. C. 1660. datum concessumque, ut id ad posteros eius transmitteretur. Integer ergo eius titulus… … Hofmann J. Lexicon universale
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
ειρηνεύω — ειρήνευσα και ειρήνεψα, ειρηνεμένος, ως μτβ. 1. συμφιλιώνω αντιπάλους, ειρηνοποιώ: Είχαν έχθρα χρόνια και τους ειρήνευσα. 2. μτφ., καταπαύω τις εχθροπραξίες, την εξέγερση. 3. καθησυχάζω, καταπραΰνω, μερώνω: Τα ειρήνευσα τα καημένα τα παιδάκια που … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)