εἰρηνοποιῶ

εἰρηνοποιῶ
εἰρηνοποιέω
to make peace
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
εἰρηνοποιέω
to make peace
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
εἰρηνοποιός
peace-maker
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ειρηνοποιώ — ( έω) (AM εἰρηνοποιῶ) αποκαθιστώ την ειρήνη, ειρηνεύω αρχ. μεσ. ( οῡμαι) κάνω κάποιον ήσυχο, ειρηνικό …   Dictionary of Greek

  • εἰρηνοποιῷ — εἰρηνοποιός peace maker masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρηνοποιῶι — εἰρηνοποιῷ , εἰρηνοποιός peace maker masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PAZ (della) — della PAZ cognomentum Ludovico Medezio de Haro, celebri illi Εἰρηνοποιῷ et Ministro Statûs in hispania, a Philippo IV. ob pacem feliciter conclusam A. C. 1660. datum concessumque, ut id ad posteros eius transmitteretur. Integer ergo eius titulus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • ειρηνεύω — ειρήνευσα και ειρήνεψα, ειρηνεμένος, ως μτβ. 1. συμφιλιώνω αντιπάλους, ειρηνοποιώ: Είχαν έχθρα χρόνια και τους ειρήνευσα. 2. μτφ., καταπαύω τις εχθροπραξίες, την εξέγερση. 3. καθησυχάζω, καταπραΰνω, μερώνω: Τα ειρήνευσα τα καημένα τα παιδάκια που …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”